γαργαλητό

γαργαλητό
το [γαργαλώ]
το να ερεθίζει κανείς κάποιον με γαργάλημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παραισθησία — η ιατρ. υποκειμενική διαταραχή τής δερματικής αισθητικότητας η οποία εκδηλώνεται με αυτόματη μη φυσιολογική αίσθηση, λ.χ. σαν μούδιασμα, μυρμήγκιασμα, γαργαλητό, κάψιμο, πάγωμα στο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. paresthesia (<… …   Dictionary of Greek

  • γαργάλημα — γαργάλημα, το και γαργαλητό, το το γαργάλεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”